- επαμμένω
- ἐπαμμένω (Α)ποιητ. τ. αντί επαναμένωπεριμένω επιπλέον («ἀλλά μοι τορῶς τεκμήριον ὅ, τι μ' ἐπαμμένει παθεῑν», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + μένω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαναμένω — ἐπαναμένω και ποιητ. τ. ἐπαμμένω (Α) 1. περιμένω για πολύ, αναμένω επί πλέον («ἐπανέμειναν γὰρ οἱ Ἀθηναῑοι διατρίβοντες», Ηρόδ.) 2. απλώς, περιμένω κάποιον και απρόσ. ἐπαμμένει («ὅ, τι μ ἐπαμμένει παθεῑν» ό,τι με περιμένει να πάθω, να υποφέρω,… … Dictionary of Greek